- παθητικός
- παθητικόςcapable of emotionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
παθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δέχεται τις επιδράσεις άλλων χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντιδράσει: Δεν είναι σωστή η εκπαίδευση, όταν οι μαθητές δέχονται τη διδασκαλία παθητικά. 2. ο γεμάτος πάθος και συναίσθημα: Παθητικό τραγούδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νούς παθητικός — (nus pathetikos) (греч.) ум, претерпевающий, пассивный. У Аристотеля ум, возникающий u погибающий вместе с телом. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… … Философская энциклопедия
παθητικά — παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc pl παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc/acc dual παθητικά̱ , παθητικός capable of emotion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικώτερον — παθητικός capable of emotion adverbial comp παθητικός capable of emotion masc acc comp sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικωτέραις — παθητικός capable of emotion fem dat comp pl παθητικωτέρᾱͅς , παθητικός capable of emotion fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικωτέρων — παθητικός capable of emotion fem gen comp pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικῶν — παθητικός capable of emotion fem gen pl παθητικός capable of emotion masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικόν — παθητικός capable of emotion masc acc sg παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικώτατα — παθητικός capable of emotion adverbial superl παθητικός capable of emotion neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)